- σωζόπολις
- σωζόπολις, εως, ὁ, ἡ,A gloss on ὀρθόπολις, Sch.Pi.O.2.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωζόπολις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωζόπολις — οπόλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που σώζει τις πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + πολις (< πόλις), πρβλ. σωσί πολις] … Dictionary of Greek
σωζοπόλει — σωζόπολις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σωζοπόλεϊ , σωζόπολις fem dat sg (epic) σωζόπολις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωζόπολιν — σωζόπολις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sozopol (ville) — Pour les articles homonymes, voir Sozopol. Sozopol Созопол … Wikipédia en Français
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
σωζοπόλεως — σωζοπόλεω̆ς , σωζόπολις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)